ῥυπαρόβιος

ῥυπαρόβιος
ῥῠπᾰρό-βῐος, ον,
A of sordid life, Vett.Val.16.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥυπαρόβιος — of sordid life masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυπαρόβιος — α, ο / ῥυπαρόβιος, ον, ΝΜΑ αυτός που διάγει βρόμικο, ανήθικο βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + βιος (< βίος), πρβλ. μακρό βιος] …   Dictionary of Greek

  • ῥυπαροβίων — ῥυπαρόβιος of sordid life masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • ρυπαροδίαιτος — ον, Μ εκκλ. αυτός που κάνει βρόμικη, ανήθικη ζωή, ο βουτηγμένος στην αμαρτία, ο ρυπαρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο δίαιτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”